- σημειακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σημείο2. ο περιορισμένος σε ένα σημείο3. φρ. α) «σημειακή κάθοδος»(ηλεκτρ.) ειδική κάθοδος σε καθοδικό σωλήνα, τής οποίας η επιφάνεια εκπομπής έχει περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό για να γίνει αποτελεσματικότερη η εστίαση τής ηλεκτρονικής δέσμης σε ένα σημείο τής οθόνης, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ευκρινείς εικόνεςβ) «σημειακή μετάλλαξη»βιολ. η μετάλλαξη που αφορά μεμονωμένα γονίδια από ένα αλληλόμορφο σε άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + κατάλ. -ακός. Η λ., ως επιστημ. όρος, είναι απόδοση τού γαλλ. ponctuel «ακριβής» < λατ. punctum «σημείο»].
Dictionary of Greek. 2013.